Το άλμπουμ μου (κείμενο από το βιβλίο που γράφω)
Coaching

Με πειράζει που τώρα όλα άλλαξαν;
Όχι και τόσο.
Αλλαξα εγώ.
Ένα κείμενο γραμμένο πάνω σε κύκλους που έκλεισαν.
Όπως μου αρέσει, συνεχίζω να ζω με ελάχιστες αποσκευές που περιλαμβάνουν τα λιτά, τα δωρικά, υπέροχα, «τα-για-πάντα-μου» που αποτελούν τον ιδιωτικό μου κήπο, ένα χωροχρόνο, που δεν εγκαταλείπω και όταν τελειώνει η διαδρομή. Ως ότου ξεκινήσει η επόμενη. Δρόμος και κήπος είναι οι λέξεις που καθορίζουν μια πορεία κάθετη, ακριβείας, που καταλήγει κάθε φορά και σε περισσότερη επάρκεια. Αυτοσυνείδηση αλληλεγγύη και επάρκεια. Είναι η πορεία πλεύσης μου.
Αλλά, ας μιλήσουμε για ινσταντανε:
Ο ιδιωτικός μου κήπος:
Είναι απόγευμα έξω από το δωμάτιο της μάνας μου, όπου εκεί και τότε μύριζα βάζα με μέλι, γιασεμί και φόντο, ένα βαθύ δάσος, που στην παιδική μου αντίληψη, ήταν ο κόσμος.
Έχει αυτήν την ιδιότητα το δάσος, έλεγα…
Αλλά κυρίως, ήταν το σπιτικό μου.
Και τα τριαντάφυλλα που περιστρέφονταν μαζί με τη μάνα μου, και τον πατέρα μου, που δίχως τη δύναμη του, σταματούσε να αναπνέει –πίστευα- το δάσος! Αναπνοή, τριαντάφυλλο και οξυγόνο, ήλιος. Πατέρας- μητέρα.
Τα πέτρινα ξανθά απογεύματα ήταν πνιγμένα στη μιμόζα που λάτρευα…
Ο πατέρας και η μητέρα μου.
Άνθρωποι χρωματιστοί που πάλλονται ακόμα.
Που αγαπούν πολύ, που χαϊδεύουν πολύ, που κόβουν χιλιόμετρα μέσα σε πνιχτές νύχτες να με φιλούν πολύ, να με διεκδικούν πολύ και να μου χαρίζουν ότι θα ήταν η ζωή μου.
Αλλά τότε, δεν το ήξερα. Ότι κυρίως μου άνοιγαν την πόρτα σε ένα σύνθετο σύμπαν να μεγαλώνω μαζί τους, να συντρέχω μαζί τους, να ταπεινώνομαι μαζί τους, να διαλύομαι μαζί τους και όλα αυτά, να είναι οικογένεια.
Οι ζωντανοί μου θεοί.... Να ακούω τα τραγούδια τους… τους μονολόγους, τους φόβους και τις υπερβάσεις τους…
Λατρεμένοι μου, εκεί που βρίσκεστε. Ακόμα και οι προστριβές, ακόμα και οι ματαιώσεις, όλα μέρος της πιο όμορφης μουσικής, της δικής μας, που ακούω ακόμα. Ήταν αγάπη και δεν το ξέραμε. Επειδή ο πόνος, είναι, τελικά το άλλο πρόσωπο της αγάπης, αλλά τότε, δεν το ξέραμε.
Με καθημερινούς περιπάτους στους ευκάλυπτους, όλο το πρωινό, κάθε αφορά και από ένα διαφορετικό μονοπάτι. Χωράφια και άγονη γη, αγκάθια που δε φοβήθηκα ποτέ. Δεν υπήρχαν τότε πολλά αγαθά, τα δημιουργούσαμε μέσα από τις αισθήσεις. Ανόθευτη, αυτοφυής ομορφιά.
Ώρες που πίστευα θα είναι έτσι για πάντα. Δεν ήταν.
Τίποτα δεν είναι.
Παρά μόνο τα ισότοπα.
Και αυτά, που έγιναν η αφορμή στις μετακομίσεις και στις ματαιώσεις (να μη συνδέομαι με όσα δεν θα είχα- άρα με όσα δεν θα ήμουν) αλλά, αρκετό πέρα για πέρα και με όσα θα έγραφαν μέσα μου την ποιότητα τους.
Μετά, πολύ -πολύ αργά, έμαθα πως η αιωνιότητα ακριβώς αυτό είναι, η ποιότητα: Οι στιγμές που απλώνουν ακόμα και όταν ξεπερνούνται από άλλες στιγμές, σε μια συνείδηση που από νωρίς, ονόμασα «ο ιδιωτικός μου κήπος».
Εκεί, μέσα ευρύχωρα δωμάτια ακόμα και όταν ήταν μικρά, σε ισοσκελείς μέρες και στέρεα συναισθήματα, ξεφύτρωναν από παντού οι μαργαρίτες και δεν χρειαζόταν να μπεις σε δύστροπες διαδικασίες για να ελευθερώσεις αυτά που σου είναι απαραίτητα: δηλαδή οξυγόνο και μέτρο. Διάθεση και χρώμα. Ίσκιο, άμα χρειαζόταν. Γέλια πολλά. Αγκαλιές διάρκειας. Καμία ανακολουθία. Καμία ασυμμετρία… κανένα σπασμένο απολίθωμα ανθρώπου ζώου ή εντόμου. Ολα ζωντανα.
Ύστερα, ήταν ο δρομος… επέλεξα το δρόμο. Και ιστορίες που έχω να λέω στον εγγονό μου για δράκους ντυμένους φαντεζί με δίχως ίχνος ψυχής…
Μακριά, μακριά.
Έτρεχαν όλα και έφευγαν, λοιπόν, αλλά οι μονιμότητες που αναζητούσα, έγιναν ιδιότυπες διάρκειες, ιδιόρρυθμες νότες, που θα τις χαλούσαν κάποτε αυτοί οι ίδιοι δράκοι, οι μεταμφιεσμένοι σε οικειότητα και άντε ξανά και από την αρχή, αλλά έτσι συμβαίνει στο δρόμο. Έτσι συμβαίνει άμα επιλέγεις το δρόμο… (οχι βεβαιότητες). Άγνωστα. Κανεις λάθη. Πληρώνεις τα λάθη. Έντιμα. Ότι μένει από τη σούμα τους, το άθροισμα τους, οξυγόνο και πνοή. Ελεύθερη πνοή. Δίχως βρόγχους, δίχως κατακάθια στα πνευμόνια σου.
Προνόησα λοιπόν νωρίς, το κομπόδεμα μου, σε φραουλιές και πεύκα, σε αγκαλιές και χνώτα που μύριζαν ήλιο. Όπως οι άλλοι το κάνουν με τα χρήματα σε τράπεζες…
Σαν να γνώριζα την προχειρότητα και τη ρηχότητα που δεν θα εφάρμοζα μέσα της- ποτέ μου. Ακόμα και όταν ζούσα τη μεσαία μου ζωή. Αυτήν δηλαδή, που είμαστε όλοι λίγο ή λιγότερο συλλέκτες εμπειριών. Δημιουργοί λαθών.
Τα λένε «ατοπήματα» και ένας ατελείωτος σωρός από λάθη… Μα πως αλλιώς ταπεινώνεται ο άνθρωπος;
Τον κρατούσα λοιπόν μυστικό όμως. Τον δρόμο.
Τον αποκαλύπτω τώρα.
Δυό τρείς αναφορές έκανα πίσω, κάποιες στιγμές, μαζί με κάποιους ανθρώπους, που πίστεψα, που βγήκα από το περιφραγμένο τοπακι της απεραντης εσωτερικης ζωης, κανείς δεν κατάλαβε, όπως και νάχει- είχα καιρό να νιώσω τόση τρυφερότητα. Η τρυφερότητα και η αλληλεγγύη.
Αυτά κράτησα από τη θητεία μου στον δρόμο.
Και πιο πολύ συγγενείς με μένα αυτοί οι άγνωστοι με το αστεράκι στην κορυφή του μετώπου, οι ορφανοί, οι απωλεσμενοι, οι φτυσμενοι κυριολεκτικά και μεταφορικά. Οι Οικείοι. Όσοι - από εμάς- δηλαδή- επέλεξαν αυτόν τον κυριολεκτικό δρόμο ή, τους επέλεξε αυτός. Από πόνο κυρίως. Και από αδιέξοδα.
Η δυναμική του ξεβολεματος έχει αυτήν την μαγκιά, να αποποιείται κανείς τον εαυτό του, και πείτε μου εάν υπάρχει πιο δύσκολη διαδρομή από αυτήν, να μπαίνεις- να βγαίνεις- να καίγεσαι- και να διαρκείς, αλλά σαν καρβουνακι, λιγοστεμενος, επειδή τα έδωσες όλα, επειδή σου τα πήραν όλα, αλλά- ω! Ως εκ θαύματος- με ένα ή και δύο διαμαντάκια στις στάχτες σου…
Στο μέσο χρόνο, αυτά, ούτε ιδέα.
Την εποχή δηλαδή που βολευόμουν όπου και όπου- επειδή έτσι γράφεσαι στο σύστημα! Να βολεύεσαι.
Δεν ζούσα, αλλά οκ! Έτσι πάει. Έτσι συμβαίνει. Αργά η αργότερα το γλωσσάρι, η κουβέντα της μοίρας αντικαθιστά την ορθογραφία της εγκατεστημένης –παρωχημένης «ορθότητας». Την επανάσταση μου-πάντως- την έκανα. Στο σύστημα, στις βεβαιότητες, στις ασφαλείς περιοχές της συμβατικότητας.
Αλλά, αργεί. Αργεί να καταλάβεις γιατί και πως. Για ποιον. Και για πόσο… Είσαι τυχερός εάν ξοδευτείς παράλληλα με τον ηλιακό σου χρόνο. Έγκαιρα δηλαδή.
«Μη γράψεις αυτά τα πράμματα!» μου λένε κάποιοι. Κανείς δεν καταλαβαίνει». Και απαντώ, δεν χρειάζεται να καταλαβαίνει, αρκεί να αισθάνεται.
Ήθελα όμως να σου δείξω, κόρη μου.
Πως δρόμος, ταξίδι, σημαίνει όχι περιήγηση. Όχι ενσταντανέ. Όχι μπες βγες. Αλλά μυρωδιές… Γωνιές, φωνές στους δρόμους… Αίσθηση. Και ύστερα, όλα τα άλλα. Άνθρωποι. Που πίσω από την οργή τους να ξερεις πως κρύβουν όλοι ένα πόνο, πίσω από την τσαλακωμένη τους εμφάνιση, έχουν μια εξαιρετική ιστορία να εναποθέσουν στην ανθρωπότητα… όχι αποσαφηνισμενη όπως εμείς. Ακόμα διαβαίνουν. Για αυτούς ειδικά να σταματάς για να τους ακούσεις, να τους συμπονήσεις, να τους απλώσεις το χέρι ως εκεί που δεν θα φθαρεις.
Προπαντός να μην επιστρέφεις πίσω ποτέ. Από τα ταξίδια. Ίδια.
Όχι μέσα σε φωτογραφίες.
Έξω κάδρα.
Όχι μέρη.
Όχι συλλεκτική μνήμη.
Αλλά, βαθειά χαραγμένες στιγμές. Το γλυκό φως. Η αγκαλιά. Οι φουσκάλες. Το γέλιο. Τα λάθη μας. Η διαπίστωση ότι σιγηλός δεν σημαίνει σιωπηλός, αλλά πιο δυνατά να ακούγονται μαζί, η φωνή η δική σου και η δική μου η φωνή. Η φωνή του ανθρώπου δίπλα σου. Και μέσα σου.
«Δρόμος» κυρίως σημαίνει να αγαπάς τις στιγμές που διανύεις, με ταχύτητα οικειότητας. Και να τις ανοίγεις. Να ανοίγεις τις στιγμές όπως οι άλλοι ανοίγουν τα πακέτα. Και να βουτάς μέσα τους. Να πίνεις ως την τελευταία σταγόνα την επάρκεια τους. Το λένε «τώρα» εμείς το λέμε «για πάντα».
Είχα πολύ καιρό να νοιώσω τόση τρυφερότητα… Μαζί σου, έγινα Άνθρωπος.
Και επαρκής γυναίκα…
… Γυναικεία γυναίκα.
Συμφιλιώνομαι με τα σώψυχα. Εμετοί και πόνοι στο στομάχι. Παλινδρόμιση. Θυροειδής. Δε θα ζήσει κανείς ως θνητός δίχως να σωματοποιήσει τα ακατάληπτα. Βουτιά στις ανορθογραφίες…
«Μετά τους κύκλους που κλείνουν, οι θνησιγενείς φαντασμαγορίες στη ζωή μας μειώνονται έως και καταργούνται. Και η ενηλικίωση δε συμβαίνει κάθε φορά που μεγαλώνεις κάποια χρόνια. Αλλά, όταν συνειδητοποιείς την ανεπάρκεια ενός κόσμου (επειδή ανεπαρκης είσαι εσύ) που πρέπει να τον διατρέξεις μόνος σου, να τον φας στην μούρη, μόνος σου, να τον αποβάλεις ταυτόχρονα που σε αποβάλλει αυτός, μόνος σου, και συγχρόνως, να ξημερώνει εκεί που δεν υπάρχουν ψευδαισθήσεις…». Ο δίχως φόβος δρόμος, έγινε το δόγμα μου.
Οπου φόβος, πραγματοποιημένος. Έξοδος. Όπου λιγοστεμενη, όπου ακυρωμένη, όπου αβοήθητη, το πιο καθαρό μέσα σε μένα.
Η πιο δύσκολη…, η έβδομη «γιαπάντα» μου.
Επειδή έξω κόχλαζε η ατμόσφαιρα και ήταν το χάος- για οποιοδήποτε παιδί η ενήλικα, έχει συναρμολογήσει τις πραγματικότητες του ιδιωτικά, και οξύφαινε τη μοναξιά του, μέσα σε παράλληλους κήπους (εσωτερικούς), κάθε επαφή με τον έξω κόσμο - ήταν η κόλαση. Και κάθε φορά που ήταν η κόλαση, ήξερα πως η επάρκεια κλωτσούσε πάνω στο ψέμα.
Μετά που βλέπεις καθαρά, οι διαφορές ανάμεσα στους ανθρώπους αμβλύνονται.
Λίγη σημασία έχει πόσα ξέρεις ή πόσα έχεις. Σημασία έχει τι θυμάσαι κι αν ο δίπλα σου, το θυμάται κι αυτός. Δεν είναι θέματα νοσταλγίας, αλλά μονιμότητας. Το τραύμα έγινε θεραπεία. Και μπήκε μέσα από τη χαραματια το φως.
Συγχώρεση. Αλλά, δεν είναι εύκολη υπόθεση η συγχώρεση. Πρέπει να ξεράσεις και τον τρόμο και την μη εκπλήρωση. Να τα βρεις σε κλίμακα ιδιωτικού χάρτη. Επιτρέπεις το λάθος στον δίπλα σου όπως εκείνος επιτρέπει το λάθος σε σένα.
Αλλιώς πως αλλιώς;
Οι θνησιγενείς φαντασμαγορίες της ζωή μας, κάποτε πεθαίνουν. Κάποτε αποδεικνύονται άκυρες. Και εκεί έχει πιο μεγάλη ακόμα σημασία ο κήπος…, ο εσωτερικός, που λέγαμε.
Ψέματα πολλά,
Δίχως αναστολές και δίχως απολογίες, - μα δεν υπάρχει επιλογή, σε αυτή τη συχνότητα, δεν εφασμόζωνται οι κακοτεχίες, η αγριότητα και η γαλήνη, που ενυπάρχουν σε κάθε ζωή κυρίως όμως η «φωτό» αυτή, ένα domage ως προς το ύφος, ως προς το περιττό ― με μια γλώσα μεστή και δωρική, αστραφτερή σαν λεπίδι και γεμάτη ποιητικές αντηχήσεις.
Ήταν σημάδι ότι τελείωνε (πάλι) ο κόσμος. (Όλο τελειώνει πάντα τελειώνει)…
Μόλις ηχούσαν οι αμφισβητήσεις, ανθρωπάκια με άλυτη εξίσωση και ανενίχνευτο τραύμα, που όλο πλησιάζουν και όλο μιλούν -στην ίδια γλώσσα- που κατά βάθος ένα λένε, ένα θέλουν, ένα πιστεύουν: Τον (μεγάλο) εαυτό τους. Ηθελα να επιτεθώ (και μπορούσα) αλλά, επέλεξα την αποστροφή. Μισόκλεισα τα μάτια και έφυγα: « δεν ξέρουν τι κάνουν ή, ακομα η στασιμότητα και η άγνοια δεν καθορίζει κανένα δρόμο για αυτούς. Βήματα μέσα στον ίδιο εαυτό, τον δικό τους».
Ανήκα λοιπόν αλλού. Σε μια άλλη χώρα που δεν έχει όνομα. Σε ενα «βασίλειο» κατακτημένο: Το δρόμο μου. Ηταν σαφές. Και μαζί μου, ένα τεράστιο λεύκωμα με εσωτερικές διάρκειες που δε θα καταλάβαινε κανείς παρά μόνο εαν περπατούσαν κάθετα στο χρόνο.
Στα δικά μου παραμύθια, όλα είναι στο περίπου, ο ήρωας ίσως νικάει τον δράκο ίσως και όχι, ίσως βγαίνει απ΄τη σπηλιά του και ίσως μένει μέσα στη σπηλιά του, μαλον είναι χαραυγη αλλά καλύτερα δειλι.
Δεν έχει σημασία το κάδρο ούτε το πλαίσιο. Ουτε τα στοιχεία που απαριθμιζουν το πεπερασμένο. Μόνο οι ποιότητες. Μόνο οι καύσεις. Οι συνειδητοποιήσεις. Το λίγο και το επαρκές. Η συμπόνοια, η αλληλεγγύη, η τρυφερότητα. Οι μαργαρίτες που λέγαμε και πριν. Ο πάντα δρόμος και το τοπακι ιδιωτικού κήπου με την ταχύτητα αποκαλύψεων. Τυχερή. Ευλογημένη. Πολύχρωμη. Με το αστεράκι στην κορυφή - εκείνο το αδήλωτο σημαδάκι- που έχουν οι έκπτωτοι… αλλά που αρκεί.
Το μανιφέστο της ζωής μου;
Να μη στέκει το μάτι σου στο ανεπαρκές. Ούτε να μουσκεύεις με λάσπη στην ανύπαρκτη ζωή, τη ζωή-ύβρη.
Να απέχεις από τις ψευδοχαρές, οι πλαστικές αυτές που εφευρέθηκαν για τις ανούσιες ψυχές.
Να κρατάς καλά μέσα σου και το παιδί και το παραμύθι. Να είσαι μέσα σου καλά, να ζωγραφίζεις τις πόρτες και να σκαλίζεις παράθυρα. Και με τα νύχια σου… Και κάτω από το κρεββάτι σου να έχεις έτοιμα να κουβαλήσεις –με όσο μόχθο- όποιο κόπο, αυτά που σε εκτινάσσουν. Πυρομαχικά που φτιάχνεις με άνεμο και αγρυπνία.
Σκέτη χαρά.
Να είστε νέοι.
Η νεότητα δεν είναι περίοδος της ζωής,
είναι κατάσταση του νου,
η συνέπεια της προθυμίας,
η ιδιότητα της φαντασίας,
η συναισθηματική δύναμη,
η νίκη του θάρρους ενάντια στη δειλία,
η νίκη της λαχτάρας για να ξοδευτεί κανείς ενάντια στο βόλεμα μιας άχρωμης ζωής.
Είναι η καρδιά και μόνο η καρδιά.
Δεν γερνάμε γιατί διανύουμε έναν συγκεκριμένο αριθμό ετών,
γερνάμε γιατί εγκαταλείπουμε τον ενθουσιασμό μας.
Τα χρόνια ρυτιδώνουν το δέρμα, η απουσία ενθουσιασμού για νεες διαδρομές, νέα ευρήματα, ρυτιδώνει την ψυχή,
η ανησυχία, η αμφιβολία, ο φόβος, η απελπισία
είναι σύμμαχοι, που εαν δεν τα φοβηθεις, είναι αυτά που θα σπάσουν το ψευδος και από τη χαραματια, θα αντιληφθεί κανείς το φως δίχως απουσία δίχως σκοτεινιά δίχως θάνατο…